- τρίηρον
- τρίηρον· πλοῖον μικρόν, Hsch. (fort. τριήριον).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρίηρον — Α [τριήρης] (κατὰ τον Ησύχ.) «πλοῑον μικρόν» … Dictionary of Greek